Το τέλος του Ελληνικού καλοκαιρού

Γράφει η Σοφία Μπασκάκη, Δημοσιογράφος

Κάποια χρόνια πριν, σε ένα όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, αγοράζαμε ένα εισιτήριο στο λιμάνι και όπου μας βγάλει. Με ένα σακίδιο στην πλάτη, ξεκινούσαμε για τις καλοκαιρινές διακοπές μας. Με προορισμό ένα «νησάκι», ήσυχο, να αράξουμε σε καμιά ερημική παραλία. Ούτε για κατάλυμα δεν είχαμε κάνει κράτηση και φυσικά για μεταφορικό μέσο ούτε λόγος. Το μόνο που σκεφτόμασταν ήταν να φάμε σπιτικούς, παραδοσιακούς μεζέδες από τη γιαγιά μαγείρισσα με το κηπάκι που φύτευε τα πάντα.

Μόνο που σήμερα ούτε ερημική παραλία υπάρχει, ούτε γιαγιά μαγείρισσα, ούτε καν κηπάκι. Έει χτιστεί και αυτό κι έχει γίνει «τουριστικό κατάλυμα», όχι για τους Έλληνες, για τους εισαγόμενους τουρίστες. Οι εγχώριοι δεν είμαστε καν τουρίστες. Οι φτωχοί συγγενείς γίναμε που κοιτάζουμε λαίμαργα τους τουρίστες να ξαπλώνουν σε διπλά κρεβάτια-ξαπλώστρες πάνω στην, κάποτε, ερημική παραλία των νεανικών μας χρόνων.

Που να το φανταζόμασταν τότε ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο σήμερα! Το όνειρο των καλοκαιρινών διακοπών έχει καταντήσει εφιάλτης. Δεν είναι μόνο ότι άλλαξε το «ύφος» του καλοκαιριού και μετατράπηκε από ένα απλό «πάω διακοπές σε ένα ελληνικό νησί» σε κάτι πιο χλιδάτο, όπως «πάω να ζήσω σαν πλούσιος σε ένα ελληνικό νησί».

Η προετοιμασία ξεκινάει μήνες πριν και το μπάτζετ ποτέ δεν είναι αρκετό για να καλύψει οικονομικά το νερό μέσα στη σαμπανιέρα για να «δροσίζεται», ενώ εσύ να ξεροψήνεσαι υπολογίζοντας τα τελευταία σου ευρώ. Άσε που για πέντε μέρες διακοπών πρέπει να δουλεύεις ένα χρόνο!

Τίποτα δεν είναι ίδιο πλέον, πως θα ήταν δυνατόν άλλωστε, αφού ο υπερτουρισμός έχει αλλάξει τα πάντα. Την ώρα που οι περισσότεροι τουρίστες θέλουν να «ζουν σαν ντόπιοι», βιώνοντας μια αυθεντική εμπειρία κατά την επίσκεψή τους, οι ντόπιοι αναγκάζονται να ζουν σαν ξένοι στον τόπο τους.

Τα μπάνια του λαού περιορίζονται στις περιοχές που ακόμα δεν τις έχει λεηλατήσει η τουριστική βιομηχανία. Οι κοινωνικές ανισότητες είναι έκδηλες ακόμα και στην παραλία! Ένα μπάνιο στη θάλασσα απέκτησε κοινωνικές προεκτάσεις. Κι ενώ πολλοί άνθρωποι εκτοπίζονται από τις συνοικίες τους, κάποιοι άλλοι εισβάλλουν και απολαμβάνουν τα τοπία των καλοκαιρινών μας αναμνήσεων.

Στα χρόνια του υπερτουρισμού, όταν το καλοκαίρι καταφθάνει, κουβαλά μαζί του ένα δυσβάσταχτο βάρος για τις διακοπές που χάσαμε και για αυτές που δεν θα κάνουμε. Τα νησιά μας προσελκύουν πλέον τους πλούσιους και οι διακοπές είναι συνυφασμένες με την πολυτέλεια. Οδηγούμαστε σε ένα ατέρμονο μάτριξ κυνηγιού της μυθικής καλοκαιρινής ραστώνης, η οποία δε μένει πλέον εδώ.

Αυτό που ονειρευόμασταν δεν υπάρχει πιά. Έχει χαθεί. Έχουμε αλλάξει εποχή. Και ο χρόνος δεν γυρίζει πίσω…