”Από πέταγμα σε πέταγμα της πεταλούδας σκέψης… Η σοφή, ιερή υπομονή της αναμονής”…

 

”Από πέταγμα σε πέταγμα της πεταλούδας σκέψης…

Η σοφή, ιερή υπομονή της αναμονής”… Από τη Θεοδώρα Δέδε

Με φίλησε στο ένα μάγουλο η ελπίδα…

Στο άλλο η προσμονή (της ευτυχίας)…

Στο κούτελο η νιότη…

Στα μάτια το φως και η αυγή…

Στο πηγούνι η ευρωστία…

 

Δεν ήταν επειδή μ’ αγάπησαν…

Ηταν τυπικές διαδικασίες…

Καθαρά…εργοστασιακές…

Αυτά τα φιλιά -υποτιθέμενα όπλα σου- ήταν όμοια μ’ εκείνο,

που στον Κήπο δόθηκε…

Οχι τον ανθισμένο…

Οχι τον ευωδιαστό…

Τον σκληρό…

Τον γεμάτο λιόδεντρα, συκιές και ροδιές…

Της Γεθσημανής…

Γιατί επρόκειτο να συντελεστούν προδοσίες…

Απανωτές…

Ανηλεείς…

Ελεεινές….

Φαίνεσαι εσύ ο ρίψασπις -των όπλων…

Αλλά εκείνα αυτομολούν…

Στην πραγματικότητα, μένεις χωρίς όπλα…

Τολμούν να σ’ αφήσουν χωρίς όπλα…

Και πρέπει ν’ αρχίσεις να επινοείς νέα…

Να εφευρίσκεις τρόπους, για να παραμένουν όλα ενδιαφέροντα…

Να στείβεις το μυαλό για την αναπλήρωση όλων των προδοτών…

Γιατί όλα συντελούνται, υπούλως και υποδορίως,

ώσπου να εξαπλωθεί η συντέλεια και στην επιφάνεια

και ν’ αποκαλυφθεί, εν καιρώ, η ολοκληρωτική προδοσία…

Κι ενώ, στην αρχή, πιάνεσαι στον ύπνο,

μετά, κοιμάσαι ψυλλιασμένος για το τι ακόμη μπορεί να σε περιμένει

και ξαγρυπνάς, με στόμα ξερό σαν άνυδρο πηγάδι…

Αργότερα, σχεδόν, κατανοείς -έως και…δικαιολογείς-

τις τελούμενες εις βάρος σου απιστίες-προδοσίες…

Εν, τέλει, μήπως εσύ είσαι ο μεγαλύτερος προδότης όλων,

επειδή συναινείς;;;…

 

Γιατί, εν τέλει, τα όπλα σου είναι εντός σου…

Ο καθρέφτης τους είναι εκτός σου…

Τα όπλα σου είναι…εσύ!…

Κι άρχισα να τα βρίσκω,

νανοδευτερόλεπτα πριν την τελική απόγνωση,

ένα – ένα…

Κοιτώντας τον ατέλειωτο σιέλ θόλο…

Παρατήρησα τα τέλεια ζωγραφισμένα, άπιαστα ύψη,

καθώς αναζητούσα απάντηση στα ατελή, απύθμενά μου βάθη

και ένοιωσα την ταπεινή παντοδυναμία του σπουργιτιού…

Μια σταλιά πλάσμα να νομίζει ότι κατακτά τους ουρανούς…

Χωρίς χέρια ν’ αγκαλιάζει τα μικρά του

πιο στοργικά και προστατευτικά από Θεά Κάλλη…

Μ’ ένα ραμφάκι μικρότερο από ηλιόσπορο να τροφοδοτεί τους παλμούς τους

και με δύο σχοινάκια για ποδαράκια

να χορεύει, εν αγνοία του, τον χορό της ευγνωμοσύνης και της ευτυχίας…

Και η ιερή κάμπια…

Μονάζει, όταν όλοι περιγελούν

τη χνουδωτή σκωληκόμορφη,

ανατριχιαστική ασχήμια της…

Σοφή η υπομονή της…

Για ν’ ανθήσει ευτυχισμένη,

μετατρεπόμενη σε μοναδικό κι ανεπανάληπτο έργο τέχνης

και να βλέπει από ψηλά

όσους ήθελαν να την λιώσουν κάτω από τη δειλή σόλα τους

και τώρα τι δεν θάδιναν,

τούτο το μοναδικό, αέρινα σάρκινο, πολύχρωμο,

έμμετρο και σύμμετρο καλλιτέχνημα

να τους έκανε την τιμή

να στόλιζε ως έργο τέχνης τα σκοτεινά, θαμπά μαλλιά -ψέματα…- μυαλά τους, ήθελα να πω!!!…